Ο Νίκος Μόσχος, απο την πρώτη του ήδη έκθεση, υοθετεί την «μίμηση» των παριστανόμενων δραματουργικών πράξεων του ρεαλισμού,

που την διαμορφώνει, ως διαστολή του «εγώ», το οποίο κατοπτρίζεται σε μια σειρά από ετεροπροσωπίες-ρόλους, οι οποίοι απεικονίζονται στις σχέσεις προσώπων, πραγμάτων και χώρου. Ο χώρος του αυτός αφορά τις όψεις και τα ενδότερα ενός αστικού τοπίου που βρίσκεται υπό κατεδάφιση και παράλληλη αναδόμηση. Ο τόπος μεταφέρει και μεταφράζει ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, καθώς αυτές γράφουν «ιστορίες» και ταυτοχρόνως χαρακτηρίζουν δωμάτια και δρόμους που χρωματίζονται από αντηχήσεις φωνών και σιωπηλών νευμάτων, με τις πραγματικότητες να μετατρέπονται σε υποψίες και τις υποψίες σε πιθανότητες ή εμπρόθετες κι άλλοτε πάλι απροσδόκητες καταστάσεις. Το σκηνικό θυμίζει τα διαδραματιζόμενα κάτω απο την ίσαλο γραμμή της θάλασσας, στ’αμπάρια ή στους διαδρόμους γύρω από το μηχανοστάσιο θαρρείς κάποιου πλοίου, το οποίο ταξιδεύει στον χρόνο, με ευθεία και ταυτοχρόνως με ανάστροφη πορεία : απο την ιστορία δηλαδή προς μία μετα-ιστορία κι από εκεί προς αμφίθυμες αναδρομές της μνήμης.
    Η πόλη του Νίκου Μόσχου λειτουργεί ως διαμερισμάτικη λεπτή μεμβράνη, με αναδιπλώσεις των εσωτερικών και εξωτερικών της όψεων. Η παράδοξη προοπτική, (με καμπυλώσειςκαι κολπώσεις αυτού του χώρου), υπαγορεύει οπτικά έναν αφηγητή που περιλαμβάνεται στα τεκταινόμενα «επεισόδια» ως αντωνυμία τους, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφει το «χρονικό» τους. Πρόκειται για ένα χρονικό «προαναγγελθέντος θανάτου» και «παλινόρθωσης», που το απεικάζει ο ζωγράφος, περιδιαβαίνοντας και υποστασιώνοντας τις σελίδες του. Μέσα απ’αυτές, αποσυντίθεται και ανασυγκροτείται ένας κόσμος ολόκληρος που παραπέμπει σε γειτονιές προαστίων, όπου σε σύντομο χρονικό διάστημα ανατρέπονται ισορροπίες και κεκτημένα, λειτουργώντας στους ρυθμούς και στις συζυγίες του τραγικού με το ευτράπελο, με την αθωότητα και την βεβήλωση, την παραδείσια ασφάλεια και την βία, να υπαλλάσουν ρόλους θύτη και θύματος,ως όψεις του ίδιου νομίσματος.
      Η «παράσταση» αρθρώνεται με τους όρους μιάς παντομίμας που διεξάγεται μέσα από μιά συνθήκη συνύπαρξης ή ετεροκαθορισμών του ανοιχτού με τον κλειστό χώρο, των υποκειμένων με τα αντικειμενικά δεδομένα, καθώς η μία παράμετρος σημασιοδοτεί την άλλη. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχουν διαφυγές, αλλά επανακάμψεις. Γι’αυτό και πολλοί από τους «ήρωες» των θεματικών αυτών ιστοριών της καθημερινότητας, επανεμφανίζονται σε διάφορα έργα του Ν.Μόσχου, ως ρόλοι και ταυτόχρονα ως μοτίβα, πάντα μέσα απο διαφορετικά σθένη και πλαισιωτικά συμφραζόμενα. Πρόκειται για τον πατέρα αφέντη, τον προστακτικό πρόγονο, την θεληματική μητέρα, την εξουσιαστική σύζυγο, τον άνδρα ανδρείκελο, το ανυπεράσπιστο παιδί, τον κλέπτοντα «οπώρας» και την εν γένει οικογένεια των «χρηστών ηθών», των καταπιέσεων, της ανασφάλειας, των κρυφών επιθυμιών και των ανεκπλήρωτων ονείρων. Τα βλέμματα τους, οι σχέσεις, οι χειρονομίες, οι μορφασμοί, οι υφέρπουσες προθέσεις, οι προτροπές, οι απειλές, οι φοβίες, οι απορίες, οι άηχες κραυγές και οι εκκωφαντικές σιωπές, διαμορφώνουν κάθε φορά και μια διαφορετική τοπολογία σημείων, μέσα απ’ όπου ο θεατής, στον βαθμό που ηδονοθηρικά ταυτίζεται (παρακολουθώντας καταστάσεις που λαφυραγωγούνται από τη μνήμη, τις νοσταλγίες αλλά και τις υποκρισίες μιας έωλης καθημερινότητας), άλλο τόσο αποστασιοποιείται, μέσα από μια θεατρικού τύπου «ειρωνία», που είναι ενσωματωμένη στην ίδια τη φύση της πλοκής και του τρόπου ανάδειξης του «θέματος».